- κένωμα
- το, -ατοςη πράξη του κενώνω, άδειασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κένωμα — empty space neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… … Dictionary of Greek
κενωμάτων — κένωμα empty space neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενώμασι — κένωμα empty space neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενώματα — κένωμα empty space neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενώματι — κένωμα empty space neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενώματος — κένωμα empty space neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακένωμα — διακένωμα, το (Α) [κένωμα] κενό, κενός χώρος … Dictionary of Greek
κενέωμα — κενέωμα, τὸ (Α) [κενώ] κένωμα («κενέωμα τάφου» κενοτάφιο επιγρ … Dictionary of Greek
Βαλεντίνος — I (Valentinus, 2ος αι. μ.Χ.). Γνωστικός από την Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και κατόπιν, περίπου το 140 μ.Χ., εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Τις θεωρίες του γνωρίζουμε από κάποια αποσπάσματα που παραθέτει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, καθώς επίσης από… … Dictionary of Greek